- κυανώπις
- κυανῶπις, -ιδος, ἡ (Α)βλ. κυανώπης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυανῶπις — dark eyed fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανῶπι — κυανῶπις dark eyed fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανῶπιν — κυανῶπις dark eyed fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανώπης — κυανώπης, ο, θηλ. κυανῶπις, ιδος (Α) 1. αυτός που έχει μαύρα μάτια (α. «ἵππους κυανώπεας», Οππ. β. «κυανώπιδες Νύμφαι», Ανακρ.) 2. (για πλοίο) κυανόπρωρος* («ὁμόπτεροι κυανώπιδες νᾱες μὲν ἄγαγον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυανός + ώπης (< ὤψ,… … Dictionary of Greek
κυανώπιδα — κυανώ̱πιδα , κυανῶπις dark eyed fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανώπιδας — κυανώ̱πιδας , κυανῶπις dark eyed fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανώπιδες — κυανώ̱πιδες , κυανῶπις dark eyed fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανώπιδι — κυανώ̱πιδι , κυανῶπις dark eyed fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανώπιδος — κυανώ̱πιδος , κυανῶπις dark eyed fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυανώπισιν — κυανώ̱πισιν , κυανῶπις dark eyed fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)